- νήκτωρ
- νήκτωρ, ὁ (Α)ο κολυμβητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηκ- τού νήχω «κολυμπώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. δέκ-τωρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νήκτορας — νήκτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)